Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρινιστής — ο, Ν τεχνίτης ειδικός στη ρίνιση μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
ρινητής — ὁ, Α [ῥινῶ (ΙΙ)] ο ρινιστής … Dictionary of Greek